βίντεο, συνέντευξη: Κώστας Πατίνιος
μουσική επένδυση: Νίκος Ιωάννου
Μνημοσύνη
Της αγάπης
Όταν πεθαίνουν οι άνθρωποι
παίρνουν μαζί τους ιστορίες,
ευχές για αγάπες και ευχέλαια
για τη ζωή που χάνουν.
Μένουμε πίσω νηστικοί
με ένα λευκό κρεμάμενο ζιβάγκο
και στάζει από το δάκρυ μας
ανθός ερήμου άνυδρος
με άρωμα λεβάντας.
Χτυπούν στα βλέφαρα
καμπάνες της σιωπής,
στάζει σιγή ο Αύγουστος,
χωρίς αντίο
μα μ' ένα καλωσόρισες
στο πέτο τους κρεμάμε...
Όλο πληθαίνουν τα κουμπώματα,
όλο κοιτάμε τον ορίζοντα
με την καρδιά γεμάτη.
____________________________________________________________
Αντρέας Τιμοθέου
Ποιητής
28/08/2021, Νίκαια Προύσας
Πολυαγαπημένε μου Πέτρο,
Σήμερα ξαναδιάβασα όλη την αλληλογραφία μας. Μου είχες γράψει «Τα αισθήματα που αναπτύχθηκαν τόσο αυθόρμητα και πηγαία ανάμεσά μας μου δίνουν μεγάλη χαρά και γεφυρώνουν, όπως και τότε, στη σχέση μου με τον Μαχμούντ Ογκόρεν, φυλετικές, εθνικές, ιστορικές, θρησκευτικές και κάθε άλλου τύπου προκαταλήψεις, που τις θεωρώ σαν ρύπους μιας βεβαρυμένης, αναχρονιστικής, ανεπιθύμητης Ιστορίας».
Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο στεναχωριέμαι που δεν μπορώ να ταξιδεύω όπου θέλω, όποτε θέλω... εδώ, εκεί, στην Κύπρο και ακόμα και στον άλλο κόσμο, για να είμαι με τους αγαπημένους μου ανθρώπους όσο θέλω. Είσαι από τους φίλους που μου λείπουν καθημερινά και που δεν μπορώ να είμαι μαζί τους.
Αλλά το να ξέρω ότι έχω ανθρώπους δικούς μου στη Λευκωσία, ή κάπου άλλου στο σύμπαν, όπου δεν μπορεί να μας εμποδίζει ο κάθε ‘βρομομπαρμπαρός’, με κάνει να νιώθω πιο δυνατή. Όλοι αυτοί με τα αεροπλάνα τους, με τις ΑΟΖ τους, με τα σύνορα τους, με τις βίζες και με τις μίζες τους, δεν θα καταλάβουν ποτέ ένα πράγμα: την αγάπη και τη φιλιά ανάμεσα σε δύο ανθρώπους που έτυχε να είναι στις διαφορετικές πλευρές των συνόρων (μάλιστα δύο εχθρικές) αλλά με πολλή αγάπη για τη ζωή, τα ζώα και τη λογοτεχνία.
Αγαπημένε μου Πέτρο, που μου συνόδεψες τόσα χρόνια, τόσο βαθιά,
Πολύ συχνά σκέφτομαι εκείνον το μικρό Πετράκο χωμένο στα βιβλία της Ροδού, να μεγαλώνει και να πετάει σε μακρινά μέρη, να επιστρέφει στο νησί του και να δημιουργήσει την οικογένεια Ντέβα… Και να γίνεται για πάντα μια πανοπλία για οξυδέρκεια, ευγένεια, ευαισθησία, έμπνευση, λογοτεχνία και χιούμορ. Σ’ ένα κατεχόμενο νησί, ένα μη κατεχόμενο μυαλό. Θα έρθει η μέρα που θα έρθω ελεύθερα να σε βρω, όπου κι να είσαι.
*Πέτρος είναι ο ήρωας του μυθιστορήματος του Πάνου Ιωαννίδη Κοάζινος.
____________________________________________________________
Lale Alatli
Μεταφράστρια
Λευκωσία
Αύγουστος, 2021
Εκείνη την εκδρομή που προγραμματίζαμε εδώ και δυο χρόνια… όλο και κάτι μας εμπόδιζε και την αναβάλλαμε. Δεν την ξεχνούσαμε όμως κάθε φορά που συναντιόμασταν για καφέ, και το κάναμε συχνά, η εκδρομή ήταν η κατακλείδα της συζήτησης.
Αγαπημένε μου Πάνο, δεν πραγματοποιήσαμε την επιθυμία σου γι’ αυτή την εκδρομή στη Γαλάτα, να δούμε τις βυζαντινές εκκλησίες, να φάμε στην πλατεία του χωριού και μετά να πάμε στης μητέρας μου για καφέ και πίττες. Μια οι καιρικές συνθήκες που κάθε χρόνο γίνονται και πιο έντονες, την άλλη η αρρώστια και ο θάνατος της Χλόης, οι δικές σου σωματικές δυσκολίες, και το αποκορύφωμα, σαν σύννεφο μολυσμένης άμμου πέταξε και τύλιξε τον κόσμο και μας μαζί ο κορονοϊός.
Ένα όμως μεγάλο και τελευταίο ταξίδι ορίστηκε για σένα. ένα ταξίδι που, είμαι σίγουρη, δίχως τη δική σου συγκατάθεση προγραμματίστηκε χωρίς επιστροφή. Ίσως και να διαφωνείς μ’ αυτό το «χωρίς επιστροφή», γιατί, η μεταφυσική, τα μαθήματα εσωτερισμού, ο υπερβατικός διαλογισμός, η μετενσάρκωση και οι αναζητήσεις σου από νεαρή ηλικία σε είχαν διδάξει πολλά άλλα επίπεδα ζωής, κάποια από τα οποία είχες προσωπικά βιώσει.
Πάνο μου, θα συζητήσουμε και θα αναλύσουμε το θέμα της μετενσάρκωσης στην επόμενη συνάντηση που θα έχουμε με την παρέα μας, τη Μαρούλα Αβρααμίδου, τον Κώστα Χατζηγεωργίου και το Νεόφυτο Νεοφύτου. Θα πιούμε τον καφέ μας στη μνήμη σου, θα μιλήσουμε για τα βιβλία σου, θα θυμηθούμε τις κουβέντες και τα αστεία σου, που θα μας συντροφεύουν από τώρα και στο εξής…
____________________________________________________________
Λίλη Μιχαηλίδου
Ποιήτρια
Και τώρα τι να γράψω για τον Πάνο Ιωαννίδη παρά ένα μεγάλο ευχαριστώ για όλα όσα μας έδωσε , για όλα όσα μας άφησε για να τον μνημονεύουμε με αγάπη, ευγνωμοσύνη και απέραντη εκτίμηση για το έργο του. Νιώθω ευλογημένη που είχα την τύχη να τον γνωρίσω και να συνεργαστώ μαζί του τα τελευταία χρόνια της ζωής του όταν αναμείχθηκα πιο ενεργά στο Συμβούλιο του ΠΕΝ.
Ο Πάνος Ιωαννίδης δεν χρειάζεται διθυράμβους για τη λογοτεχνική του αξία γιατί μας έχει αφήσει ανεξίτηλα πια δείγματα γραφής του συγγραφικού του ταλέντου σε όλα τα λογοτεχνικά είδη και της δράσης του στα πολιτιστικά δρώμενα του τόπου μας και όχι μόνο. Με το πνευματικό του παιδί που περιέβαλε με τόση αγάπη και ενδιαφέρον, το περιοδικό In Focus, έκανε γνωστή τη λογοτεχνία μας και εκτός Κύπρου.
Αλλά πάνω από όλα , ο Πάνος Ιωαννίδης ήταν ένας ξεχωριστός κύριος με γλυκύτητα στην έκφραση, φυσική ευγένεια και αυθεντικό χιούμορ, ευφυής και οξυδερκής. Με τα όσα έγραψε και τα όσα έζησε ήταν πάντα έτοιμος να συνεχίσει να δημιουργεί και να προσφέρει ακούραστα μέχρι το τέλος της ζωής του.
____________________________________________________________
Αλεξάνδρα Γαλανού
Ποιήτρια
Όλα ξεκίνησαν απ’ το σπασμένο φλιτζανάκι στο πάτωμα. Μόλις έπεσε σήκωσε το κεφάλι η μάνα μου. Την είδα, ήταν έξω και καθάριζε φασολάκι. Έστρεψε ένα περίεργο βλέμμα προς την κουζίνα, μα είχα ήδη χαθεί. Εκείνη τη στιγμή φόραγα μόνο το εσώρουχό μου. Όπως έτρεχα με τρόμο έξω από την εκκλησία γύρισαν τα κεφάλια με τη σειρά: ο παπάς· ο καντηλανάφτης· τέσσερις γριές· ο γιος του παπά, και η γιαγιά του νεκροθάφτη του χωριού που έθαψε τη δικιά μου. Ήταν όλοι εκεί έξω στο προαύλιο. Κανείς δεν με είδε όταν έστριψα και πήγα πίσω από το πορτάκι στο ιερό και φόρεσα το οράριο*. Μου έπεφτε μεγάλο, ήμουν μόλις πέντε. Έτρεξα έξω ξανά κι όπως κράταγα δεξιά κι αριστερά τις λευκές λωρίδες έμοιαζα σαν πάπια που τρέχει μην την σφάξει ο κρεοπώλης. Με έπιασε η ματιά της μανάβισσας – σήκωσε το κεφάλι ακριβώς όπως η μάνα μου, πούλαγε εκείνη τη στιγμή φασολάκι στην κυρία Πανίτσα. Κι οι δυο με κοίταξαν όπως χανόμουν στο βάθος της πλατείας, με το ίδιο εκείνο βλέμμα. Είχε αρχίσει να βρέχει κι ήμουν κοντά στο ψηλό ντεπόζιτο του χωριού. Καλύφτηκα από κάτω. Ένας κεραυνός τράνταξε όλη την πλαγιά. Είδα δέντρο να παίρνει φωτιά, είδα αλεπού να τρέχει, φίδι να ξετυλίγεται. Φαντάστηκα όλο το χωριό να σηκώνει το κεφάλι και να το γυρνάει προς την κουζίνα με περίεργο βλέμμα και να τρέχει προς τον λόφο. Να κρατάνε μαχαίρια και κασμάδες και να με ψάχνουν. Ο τρόμος μεγάλωνε. Έβγαλα άρον άρον το οράριο και έτρεξα στο διπλανό χωριό.
Λαχανιασμένος μπήκα στο μαγαζί της μοδίστρας, το εσώρουχό μου ήταν λασπωμένο, το έβγαλα κι άρπαξα το πρώτο παντελόνι και πουκάμισο που βρήκα. Στη γωνιά γυρισμένη η πλάτη της, είχα δευτερόλεπτα για να φύγω. Κοίταξα στον καθρέφτη, έμοιαζα ήδη καθηγητάκος· θυμήθηκα τα λόγια της γιαγιάς, όσο μεγάλα κι αν μου πέφταν, μου πήγαιναν. Χαμογέλασα πρώτη φορά εκείνη την ημέρα. Το απότομο σταμάτημα του ήχου της αδίστακτης βελόνας αντήχησε για δευτερόλεπτα, η μοδίστρα αντιλήφθηκε την παρουσία μου κι είχε σηκώσει το κεφάλι απ’ τη ραπτομηχανή. Είδα τα μάτια της. Με κάποιο τρόπο ήταν διαφορετικά. Γνώριζε, ήξερα ότι γνώριζε χωρίς να της πω τίποτα. Δεν είπε ουτ’ αυτή κάτι, με άφησε να φύγω. Συνέχισα να τρέχω. Βγήκα κι απ’ αυτό το χωριό, δεν ήθελα να με δουν να σέρνω παντελόνι και μανίκια σαν κακοφτιαγμένη μινιατούρα. Βρέθηκα κοντά στην κοίτη ενός χειμάρρου, ήταν αυτός που επέστρεφε στο χωριό μου. Τα βατράχια έκρωζαν με μανία σαν να με κορόιδευαν, ίσως και να με προειδοποιούσαν. Έβγαλα κι αυτά τα ρούχα, τα έριξα κι άρχισαν να παρασύρονται βίαια μέσα στα λερωμένα νερά. Έμεινα εκεί σαν αδέσποτο σκυλί χωρίς ουρά να καλύψω τα σκέλια, έμεινα να κοιτάω τα ψηλά καλάμια. Ένα χρόνο ζουν και ξηραίνονται στον άγριο καύσωνα, ως τις επόμενες βροχές. Έκοψα καμιά δεκαριά μαλακούς μίσχους και πήρα τη στάση της μάνας μου το πρωί. Έπλεξα κουτσά στραβά ένα δοχείο με ό,τι θυμόμουνα απ’ αυτά που μας είχε μάθει η δασκάλα στο νηπιαγωγείο, ήταν κάτι που έμοιαζε με το φλιτζάνι που έσπασα - το αγαπημένο της. Έπρεπε να της έπαιρνα ο ίδιος αυτό που έφτιαξα, να σταθώ μπροστά της, να της πω «δεν θα τρέξω ποτέ ξανά, ό,τι κι αν γίνει δεν θα τρέξω, συγνώμη». Μα τότε δεν ήξερα να λέω τέτοια ωραία λόγια, κοίταξα πίσω στο βάθος, ο ουρανός είχε καθαρίσει. Αχνοφάνηκαν τα πρώτα κτήρια της μεγάλης πόλης, και καπνός, πολύς καπνός. Ωραίος καπνός. Άφησα το καλάθι στο νερό, άρχισε να κυλάει σαν να επέστρεφε τον Μωυσή, ήταν ήδη πιο ήρεμο. Το είδα που χάθηκε στο βάθος του καλαμιώνα, θα έβρισκε τη μάνα μου, θα έβρισκε τον παπά, έκλεισα τα μάτια κι έκανα ευχές, θα έβρισκε τη μανάβισσα και την κυρά Πανίτσα.
Το βράδυ στο τραπέζι φάγαμε και κρέας, ο πατέρας μου τραγούδησε, ήταν γιορτή, μου είπαν. Τι γιόρταζαν; Που με βρήκαν αργά το απόγευμα κοιμισμένο στη ρεματιά; Ή που με έχασαν για πάντα; Δεν κατάλαβα ποτέ.
*οράριο: μακρύ ζωνάρι που φοράει το παπαδοπαίδι όταν κρατάει τα εξαπτέρυγα
____________________________________________________________
Χρίστος Ρ. Τσιαήλης
Συγγραφέας
Μια πολύ όμορφη γυναίκα ξεφύτρωσε στο σπίτι με τις γύψινες κολώνες και τα γύψινα λιονταράκια, απέναντι ακριβώς από το δικό μου. Περπατά χωρίς να αγγίζει το έδαφος, λες και φορά ένα ζευγάρι αόρατες παντόφλες. Ένας πολύ όμορφος άντρας ξεφύτρωσε δίπλα από την πολύ όμορφη γυναίκα, περπατά χωρίς να αγγίζει το έδαφος κι αυτός. Κάθε φορά που σέρνω τα σκουπίδια έξω, αναστενάζω σε ψηλά ντεσιμπέλ, θα μπορούσε να ήμουν βραστήρας, ένας βραστήρας με σωματότυπο αχλαδιού. Χαζεύω την πολύ όμορφη γυναίκα και τον πολύ όμορφο άντρα να ακτινογραφούν ο ένας τον άλλο στο κέντρο του σαλονιού τους. Ένα κιτς φωτιστικό απλώνεται από πάνω τους, ένα τζάκι με τουβλάκια κοχλάζει στη γωνία, οι ανάσες τους - λογικά, μυρωδάτες - σκανδαλίζουν το παράθυρο. Κάποιες μέρες - όταν η πολύ όμορφη γυναίκα και ο πολύ όμορφος άντρας δεν αντιλαμβάνονται την παρουσία μου - αντικατοπτρίζομαι στο πεντακάθαρο γυαλί τους. Νιώθω τα πολύ όμορφα τους μπράτσα, τα πολύ όμορφα τους χέρια, τα πολύ όμορφα τους δάχτυλα να εισχωρούν - με πολύ όμορφη κάψα - μέσα μου. Θα μπορούσε να ήμουν βραστήρας. Ένας βραστήρας, με έξι μήνες εγγύηση ζωής. Έτσι όπως στέκομαι σύξυλη στο κρύο, γλείφοντας τ’ ανύπαρκτα χείλη μου κι αναδίδοντας ατμούς.
____________________________________________________________
Μαρία Α. Ιωάννου
Συγγραφέας
Τον Πάνο Ιωαννίδη τον είχαμε καλέσει μερικές φορές με τους μαθητές μου σε διάφορα σχολεία. Εκτιμούσαμε το έργο και την ευγένεια της ψυχής του. Η πρώτη φορά νομίζω ήταν τον Μάιο του 2011. Οι μαθητές θα παρουσίαζαν δραματοποιημένη τη Βαλίτσα του. Θα ήταν και η Νίκη Μαραγκού μαζί του. Η εκδήλωση αναβλήθηκε -κάτι συνέβη τότε στο σχολείο (το ίδιο και μια παρόμοια εκδήλωση αργότερα στην οποία θα λάμβανε μέρος με τον κριτικό Κώστα Χατζηγεωργίου στο Λύκειο Αγίου Γεωργίου Λάρνακας˙ έμειναν από λάστιχο στον δρόμο). Η Νίκη έφυγε τον Φεβρουάριο του 2013. Τον καλέσαμε και στο Λύκειο Κύκκου Β΄ για την παρουσίαση των κυπριακών λογοτεχνικών περιοδικών με την ευκαιρία των Ελληνικών Γραμμάτων. Ο Πάνος Ιωαννίδης μίλησε για το In focus.
Ο Πάνος Ιωαννίδης ήρθε στο Παγκύπριο Γυμνάσιο τον Απρίλιου του 2013 μαζί με τον ποιητή Μιχάλη Παπαδόπουλο. Η εκδήλωση εντάχθηκε στους εορτασμούς για τα 200 χρόνια του σχολείου και πραγματοποιήθηκε απόγευμα στα Μουσεία, σε μια κατάμεστη αίθουσα.
Ο Πάνος Ιωαννίδης μάς διάβασε, χρωματίζοντας κατάλληλα τη φωνή του, ένα εξαιρετικά χιουμοριστικό απόσπασμα από τον αυτοβιογραφικό Κοάζινο, το κεφάλαιο για τον Αστραπόγιαννο του Βαλαωρίτη. Η παράσταση είχε ανέβει στο Γυμνάσιο της Μόρφου, όταν ήταν μαθητής. Όσο διάβαζε, μας έπιασε ένα ασυγκράτητο γέλιο. Αλλά και ο ίδιος γελούσε με την καρδιά του και αναγκαζόταν να σταματάει για λίγο, πριν συνεχίσει.
Ο Λαμπέτης, δηλαδή ο Πάνος Ιωαννίδης, υποτίθεται θα έκοβε το κεφάλι του Αστραπόγιαννου, που τον υποδυόταν ο φίλος και συμμαθητής του Ζαμπέλας, για να μην μαγαριστεί η σορός του από τους Τούρκους. Και σκαρφίστηκε ένα κόλπο, να σβήνουν στιγμιαία τα φώτα, να κτυπάει το γιαταγάνι στο κούτσουρο, και έπειτα, να εμφανίζει, κρατώντας το ψηλά, το ψεύτικο κομμένο κεφάλι. Ήταν μάλιστα τόσο ρεαλιστική η σκηνή, που το κεφάλι έσταζε αίμα-δηλαδή μελάνι. Έτσι ήταν προγραμματισμένο, μόνο που στην επίσημη παράσταση, τα πράγματα δεν πήγαν «καλά». Μπροστά στο κομμένο κεφάλι, μια κυρία λιποθύμησε, μια γριά έριχνε κατάρες στον πρωταγωνιστή κι αυτός δεν μπορούσε, όσο και να πάσκιζε, να χώσει το κεφάλι στο σακίδιό του, όπως προέβλεπε το έργο. Μέχρι που σηκώθηκε ένας βρακάς και του φώναξε με τη δυνατή φωνή του «Άλλαξε βούρκα, γιε μου». Ο «αποκεφαλισμένος» Αστραπόγιαννος νεκραναστήθηκε ενοχλημένος και τον έβρισε. Γενικά, η παράσταση τινάχτηκε στον αέρα. Τα δάκρυα έτρεχαν ποταμηδόν στα μάτια μας από το γέλιο. Αλλά, και ο συγγραφέας δεν μπορούσε να συγκρατηθεί.
Αντίο, αγαπημένε μας Πάνο. Έτσι θα σε θυμόμαστε. Να γελάς με την καρδιά σου.
____________________________________________________________
Αιμίλιος Σολωμού
Συγγραφέας - Εκπαιδευτικός
In the first year of the pandemic I think about death a lot. When the whole thing starts I email my friends to check up on them and one, a famous writer, tells me that he hopes something good will come out of this, that maybe there’s something to learn and that even if we don’t, even if we totally miss it, the thought comforts him. And I think I don’t know how he finds this hope, how he stays so positive in this mess. I spend the next year thinking about him often and how people must let him down again and again with their carelessness—so many of the people now like characters in a Fitzgerald novel: smashing things and creatures and then letting other people clean up their mess; I wonder if he, Fitzgerald, was kind to his friends when he was a famous writer—I think about this a lot, in the first year of the pandemic, how much kindness matters, and how meaning matters, even if we can’t immediately see it.
For Panos, thank you for being so kind.
____________________________________________________________
Ioanna Mavrou
Writer
Θέλω να πω πολλά, μα δεν θα του άρεσε.
Είχα την ευλογία να τον γνωρίσω πριν τρία περίπου χρόνια, όταν ανέλαβα ‒νέα τότε στην οικογένεια της Αρμίδας‒ την επιμέλεια των θεατρικών του «Σιαμαίοι». Το άγχος μου μπροστά στο άκουσμα του ονόματος του σπουδαίου πεζογράφου έσβησε με την τόσο ζεστή του υποδοχή στη Βαλέστα. Από τότε είχα την τύχη να επιμεληθώ όλα τα μετέπειτα έργα του («Ονειρικά», «14 Διηγήματα», «Εν Παρενθέσει»), ενώ μου εμπιστεύτηκε άλλα δύο, τα οποία βρίσκονται υπό έκδοση. Μοναδική στιγμή για μένα και η τιμή που μου έκανε όταν μου εμπιστεύτηκε τον συντονισμό της εκδήλωσης για την παρουσίαση της συλλογής διηγημάτων του «Ονειρικά».
Πέρα απ’ την επαγγελματική μας συνεργασία, του οφείλω πολλά. Θυμάμαι τη χαρά του όταν του πρωτοείπα πως γράφω και η ίδια ποίηση και πεζογραφία! Ήταν απ’ τους πρώτους ανθρώπους στον οποίο εμπιστεύτηκα να διαβάσει κάτι δικό μου. Κι αυτός, με το πάντα ζεστό του χαμόγελο, με παρότρυνε να δημοσιεύσω, υποδεικνύοντάς μου πάντα και τα καλά μου στοιχεία αλλά και τις αδυναμίες μου. Δεν ξέρω αν θα τολμούσα να δημοσιεύσω χωρίς αυτόν…
Θα μου λείψουν οι δια ζώσης μας συζητήσεις στη Βαλέστα, η συχνή αλληλογραφία μας, η συνεργασία μας… Νιώθω ευλογημένη που υπήρξα συνεργάτης του, αναγνώστριά του, θαυμάστρια του έργου του, μα πιο πολύ φίλη του.
Εις το επανιδείν, κύριε Πάνο.
Οι στιγμές δεν χάνονται. Τις φυλακίζω για πάντα στην καρδιά μου.
____________________________________________________________
Σταυρούλα Μπίου
Ποιήτρια
Επιμελήτρια Λογοτεχνίας
Tags
Recent Posts